απρόθετος

απρόθετος
-η, -ο
1. γραμμ. ο χωρίς πρόθεση ή πρόθεμα
2. φρ. α) «απρόθετα ρήματα» — αυτά που δεν είναι σύνθετα με πρόθεση (π.χ. δέχομαι έναντι των αποδέχομαι, εκδέχομαι, παραδέχομαι)
β) «απρόθετα ουσιαστικά» — αυτά που δεν έχουν πρόθεμα (π.χ. χταπόδι, βδέλλα αντί αχταπόδι, αβδέλλα)
γ) «απρόθετη σύνταξη» — η σύνταξη κατά την οποία παραλείπεται η πρόθεση σε δήλωση προσδιορισμών. Συνήθεις τέτοιες συντάξεις είναι η σύνταξη της γενικής διαιρετικής («ὁ ἄριστος τῶν ἀνδρῶν» αντί «...ἐκ τῶν ἀνδρῶν») και της αιτιατικής της αναφοράς («μικρὸς τὴν ἡλικίαν» αντί «...κατὰ τὴ ἡλικίαν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”